- ξακολουθώ
- βλ. εξακολουθώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξακολουθώ — και ξακολουθώ και ξακολουθάω (AM ἐξακολουθῶ, έω) [ακολουθώ] νεοελλ. 1. συνεχίζω κάτι («εξακολουθεί να μην προσέχει») 2. επαναλαμβάνω («θα εξακολουθήσει τις σπουδές του») 3. χρον. συνεχίζομαι, διαρκώ («το κρύο εξακολουθεί») αρχ. μσν. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek